- σκοτεινούτσικος
- -η, -ο, Ν(υποκορ. τ.) ο κάπως σκοτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρ-ούτσικος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκοτεινούτσικος — η, ο κάπως σκοτεινός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)